- ευαίνετος
- Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. Ο μεγαλύτερος χαράκτης νομισμάτων της αρχαιότητας (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Εργάστηκε στα νομισματοκοπεία των Συρακουσών, της Κατάνης και της Καμάρινας. Στις Συρακούσες δημιούργησε τρεις τύπους νομισμάτων με γυναικείες κεφαλές. Εξαιρετικής τέχνης ήταν το κεφάλι της Άρτεμης-Αρεθούσας στο δεκάδραχμο. Στην αντίθετη όψη αυτών των νομισμάτων εικονίζεται η πάλη του Ηρακλή με το λιοντάρι και διάφορες παραλλαγές του τέθριππου άρματος. Στο τετράδραχμο της Κατάνης απεικονίστηκε η κεφαλή του Απόλλωνα, με πολλές παραλλαγές μιας κεφαλής του ποτάμιου θεού Αμενανού. Στο δίδραχμο της Καμάρινας, απεικονίστηκε η μορφή του ποτάμιου θεού Ιππάρεω αναδυόμενου από μια δίνη νερού.
2. Σπαρτιάτης στρατηγός (αρχές 5ου αι. π.Χ.). Είχε σταλεί μαζί με τον Θεμιστοκλή ως επικεφαλής στρατού 10.000 αντρών στα Τέμπη για να ανακόψει την κάθοδο των Περσών αλλά αναγκάστηκε να γυρίσει άπρακτος, γιατί οι Θεσσαλοί εμήδισαν.
Τετράδραχμο των Συρακουσών, νόμισμα του Ευαίνετου, του μεγάλου χαράκτη νομισμάτων της αρχαιότητας (τέλη 5oυ αι. π.Χ.). Στη μία όψη εικονίζονται ένα άρμα και η φτερωτή Νίκη που κρατά στεφάνι και πινακίδα με το όνομα Ευαίνετος· στην άλλη όψη διακρίνεται η Άρτεμις-Αρέθουσα (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο).
* * *εὐαίνετος, -ον και εὐαίνητος, -ον (Α)πολύ επαινετός, αξιέπαινος, πολυπαινεμένος («εὐαίνετος μέριμνα», Βακχυλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αινετός ή αινητός (< αινώ), πρβλ. πολυ-αίνετος].
Dictionary of Greek. 2013.